Καρκίνος του μαστού

 

Όταν η διάγνωση του καρκίνου του μαστού γίνεται σε πρώιμο στάδιο τα ποσοστά πλήρους θεραπείας είναι πάρα-πάρα πολύ υψηλά.

Για αυτό, είναι πολύ σημαντική η τακτική επίσκεψη στον γυναικολόγο, ο οποίος μπορεί να δείξει τον τρόπο αυτοεξέτασης του μαστού, και η τακτική εξέταση της μαστογραφίας μετά την ηλικία των 30 ετών.


Η διάγνωση του καρκίνου είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο βίωμα για οποιονδήποτε άνθρωπο. Στο κείμενο αυτό θα μιλήσουμε για τον καρκίνο του μαστού. Στις μέρες μας είναι γνωστό οτι η ανίχνευση του καρκίνου του μαστού σε πρώιμο στάδιο είναι εφικτή με αυτοεξέταση και μαστογραφία, και έχει καθοριστική σημασία για την επιβίωση (Anderson et al., 2008).

Για αυτό, είναι πάρα πολύ σημαντικό όλες οι γυναίκες να ξέρουν τον τρόπο αυτοεξέτασης και να ελέγχουν τους μαστούς του συχνά. Ωστόσο, είναι επίσης πολύ σημαντική η τακτική επίσκεψη στον γυναικολόγο, ο οποίος μπορεί να δείξει τον τρόπο αυτοεξέτασης από κοντά, και η τακτική εξέταση της μαστογραφίας μετά την ηλικία των 30.

Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί τον πιο συχνά εμφανιζόμενο γυναικείο καρκίνο στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, με συχνότητα εμφάνισης που κυμαίνεται από 19,3 έως 80,7 ανά 100.000 σε Ανατολική Αφρική και Δυτική Ευρώπη αντίστοιχα (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization, [WHO, 2016].

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι παράγοντες κινδύνου για καρκίνου του μαστού περιλαμβάνουν τον πρώτο τοκετό σε μεγάλη ηλικία, την ορμονική θεραπεία και την λήψη αντισυλληπτικών δια στόματος, ενώ αναφέρεται με σταθερή συχνότητα ότι ο θηλασμός δρα προστατευτικά. Άλλοι παράγοντες κινδύνου που δεν σχετίζονται με την αναπαραγωγή, είναι η κατανάλωση αλκοόλ, το μεγάλο σωματικό βάρος ή η παχυσαρκία, καθώς και η σωματική ακινησία (Danei et al., 2005).

Ψυχολογικά συμπτώματα ασθενών με καρκίνο του μαστού

Ο καρκίνος αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο βίωμα. Η διάγνωση, οι περίοδοι θεραπείας και η πρόοδος της νόσου αυξάνουν κατά πολύ τις πιθανότητες εμφάνισης άγχους και κατάθλιψης (Reich, Lesur & Perdrizet-Chevallier, 2008).

Eνας στους δύο ανθρώπους που έχουν διάγνωση καρκίνου θα εμφανίσουν ψυχιατρικό πρόβλημα. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί σε έρευνα ότι η δια βίου συχνότητα ψυχιατρικών ασθενείων μεταξύ ασθενών με καρκίνο οι οποίοι λαμβάνουν αγωγή ως εξωτερικοί ασθενείς, ή νοσηλεύονται σε νοσοκομείο, ή βρίσκονται σε στάδιο αποκατάστασης, έχει εκτιμηθεί ότι αντιστοιχεί σε ποσοστό 56,5%, και περιλαμβάνουν συχνότερα διαταραχές της διάθεσης, διαταραχές άγχους, σωματόμορφο πόνο, κατάχρηση ουσιών, διαταραχές πρόσληψης τροφής και ψυχωσικές διαταραχές (Härter et al., 2001).

Όσο αφορά στις διαταραχές άγχους, οι πιο συνηθισμένες μορφές διαταραχών είναι η αγχώδης κοινωνική διαταραχή (κοινωνική φοβία) και η διαταραχή πανικού (Härter et al., 2001) και η δια βίου συχνότητα εμφάνισης έχει αναφερθεί ότι κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα της τάξεως του 30,5%, με το 19,5% των περιπτώσεων να απαιτούν θεραπεία.

Περαιτέρω, ορισμένες μελέτες διαπίστωσαν συμπτώματα αγχώδους διαταραχής μετατραυματικού στρες ή διαταραχή μετατραυματικού στρες μεταξύ επιζώντων καρκίνου (Vuotto, Perez, Krull & Brinkman, 2014), μολονότι άλλοι ερευνητές έχουν ισχυριστεί ότι η ψυχιατρική συννοσηρότητα μετατραυματικού στρες - συγκεκριμένα - ενδέχεται να έχει υπερεκτιμηθεί (Spencer et al, 1999, Vin-Ravin, Akinyemju, Galea & Bovbjerg, 2015).

Το στρες στον καρκίνο του μαστού

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το βίωμα του καρκίνου του μαστού αποτελεί στρεσσογόνο και απειλητικό για την ζωή γεγονός. Οι γυναίκες που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του μαστού καλούνται να αντιμετωπίσουν απαιτητικές θεραπείες και πολύ δύσκολους φόβους. Η χημειοθεραπεία και η χειρουργική επέμβαση έχουν συσχετιστεί με φόβο θανάτου, φόβο σωματικής βλάβης, απώλεια γονιμότητας, βλάβη της σεξουαλικής ζωής και φόβο του οικονομικού βάρους (Malik & Kiran, 2013, Spencer et al., 1999).

Ποιοτικές μελέτες: Τί λένε οι ασθενείς;

Το βίωμα των ασθενών με καρκίνο του μαστού έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας σε πλήθος ποιοτικών μελετών (ποιοτικές μελέτες: είναι οι μελέτες που συλλέγουν περιγραφικές πληροφορίες που στοχεύουν στην εις βάθος διερεύνηση ενός προβλήματος, ενώ αντίθετα οι ποσοτικές μελέτες συλλέγουν συγκεκριμένες πληροφορίες που αναλύονται στατιστικώς).

Στις ποιοτικές μελέτες, οι ασθενείς έχουν μιλήσει για τις αντιλήψεις και τις αντιδράσεις τους στην μεταβολή που προκλήθηκε στις ζωές και τις σχέσεις τους λόγω της νόσου και των δύσκολων θεραπειών.

Παραδείγματος χάριν, σε μια ποιοτική μελέτη, γυναίκες με καρκίνο του μαστού εξήγησαν τους τρόπους με τους οποίους αναγκάστηκαν να θέσουν προτεραιότητες τόσο στους προσωπικούς τους στόχους, όσο και στους στόχους σχετικά με την επαγγελματική τους σταδιοδρομία (Cebeci, Yangin & Tekeli, 2012, Grogan & Mechan, 2016, Schulman-Green et al, 2011), ενώ σε μια άλλη μελέτη, οι ασθενείς εξήγησαν τους προβληματισμούς τους σχετικά με το γεγονός ότι έπρεπε να θέσουν σε πρώτη προτεραιότητα τις δικές τους ανάγκες έναντι των αναγκών των παιδιών τους (Mackenzie, 2013).

Οι γυναίκες περιέγραψαν το πώς η ψυχοκοινωνική προσαρμογή αποτελούσε διαρκή πρόκληση, καθώς και ότι η προσαρμογή αυτή καθοριζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους κοινωνικοοικονομικούς πόρους στην διάθεση τους και την υποστήριξη που λάμβαναν από την οικογένεια αλλά και την εργασία τους (Mackenzie, 2014).

Αναλόγως με την υποστήριξη που έλαβαν, ορισμένες γυναίκες κατάφεραν και γύρισαν στις εργασίες τους έπειτα από την θεραπεία, άλλες γυναίκες συνέχισαν να εργάζονται με μερική απασχόληση, ή ξεκίνησαν να εργάζονται σε λιγότερο απαιτητικούς τομείς, ενώ άλλες γυναίκες αναγκάστηκαν να διακόψουν την μισθωτή εργασία (Mackenzie, 2014).

Σε μια άλλη ποιοτική μελέτη, η πλειοψηφία των ασθενών μίλησε για τις σκέψεις και τα συναισθήματα που προκαλούσε η απώλεια του αισθήματος της ασφάλειας, η απώλεια της προηγούμενης κοινωνικής ταυτότητας και αυτό-εικόνας, η απώλεια της ανεξαρτησίας και φυσικά η απώλεια της υγείας (Cebeci et al., 2012, Corney, Puthussery & Swinglehurst, 2014).

Η τραυματισμένη αυτόεικόνα, το κοινωνικό άγχος και οι συμπεριφορές αποφυγής (συμπεριφορές όπου ο άνθρωπος λόγω του άγχους, της θλίψης, χαμηλής αυτοπεποίθησης κ.α. αποφεύγει δραστηριότητες που το ευχαριστούσαν), τα συναισθήματα χαμένης θηλυκότητας και σεξουαλικότητας, καθώς και η μειωμένη σεξουαλική επιθυμία ή τα συναισθήματα αποξένωσης από τους άλλους ήταν συχνά εμφανιζόμενα συμπτώματα (Cebecietal., 2012, Corney et al., 2014, Grogan & Mechan, 2016, Hunter, Coventry, Mendes & Grunfeld, 2009, Karaoz, Aksu & Kücük, 2010, Vieira, Santos, Santos & Giami, 2014).

Συγκεκριμένα, δυσκολότερες εμπειρίες περιγράφονται η απώλεια μαλλιών και η κόπωση που επηρεάζουν σημαντικά το αίσθημα ελέγχου της ζωής που έχουμε οι άνθρωποι, ενώ οι ασθενείς αναφέρθηκαν επίσης στην αδυναμία τους να εκτελούν από μόνες τους απλές δραστηριότητες όπως η σίτιση ή το μπάνιο (Cebeci et al., 2012).

Aκόμη πιο δύσκολο είναι το βίωμα του καρκίνου του μαστού όταν μια γυναίκα βρίσκεται σε εμμηνόπαυση. Σε μια μελέτη, γυναίκες σε εμμηνόπαυση μίλησαν για το αίσθημα ντροπής, καθώς και τον φόβο ντροπής λόγω των εξάψεων και της νυχτερινής εφίδρωσης, καθώς και για τους φόβους που αισθάνονταν λόγω του ότι δεν απολάμβαναν επαρκή ύπνο (Hunter et al., 2009).

Σε μια ακόμη μελέτη, οι ανύπαντρες γυναίκες εξέφρασαν τους φόβους απόρριψης που ένιωθαν λόγω της ιατρικής τους πάθησης, ενώ αναφέρθηκαν επίσης στην ανησυχία και τον άγχος τους για την καθυστέρηση δυνητικής γονιμότητας που προκαλείται από την νόσο, τον φόβο για την πρόοδο του καρκίνου, και την αβεβαιότητα για την επιβίωση τους (Corney et al., 2014).

Παρεμβάσεις εκμάθησης διαχείρισης του στρες

Η αντιμετώπιση του στρες και των συμπτωμάτων κατάθλιψης είναι πολύ σημαντικής σημασίας για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε σοβαρής νόσου, αν όχι ζωτικής σημασίας, καθώς τα συμπτώματα αυτά επηρεάζουν την λειτουργικότητα ενός ανθρώπου και το σθένος του κατά την διάρκεια των διαδικασιών της θεραπείας.

Για αυτό, είναι παραπάνω από σημαντικό να υπάρχουν διαθέσιμες για τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν καρκίνο του μαστού παρεμβάσεις διαθέσιμες στις δομές υγείας και ψυχικής υγείας στις οποίες μπορούν να μάθουν να αναγνωρίζουν να διαχειρίζονται και να καταπολεμούν τα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης τρόπους αντιμετώπισης και τεχνικές χαλάρωσης.

Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να αναφερθούμε όσο πιο σύντομα είναι δυνατό σε αποτελέσματα ερευνών που αναφέρονται στην αποτελεσματικότητα παρεμβάσεων αντιμετώπισης, διαχείρισης και καταπολέμησης του στρες και καταθλιπτικών συμπτωμάτων.

Σε τι ωφέλησαν τις γυναίκες με καρκίνο του μαστού οι παρεμβάσεις εκμάθησης διαχείρισης του άγχους και των καταθλιπτικών συμπτωμάτων;

Θα ξεκινήσουμε με το παράδειγμα της έρευνας των Antoni et al (2006) στην οποία οι ασθενείς στην ομάδα εκμάθησης διαχείρισης του άγχους σημείωσαν σημαντική βελτίωση στο κατά πόσο ήταν σε θέση να κάνουν θετικές σκέψεις και να βιώνουν θετικά συναισθήματα, σημαντική θετική μεταβολή του τρόπου ζωής τους, και σημαντική θετική μεταβολή στο κατά πόσο θεωρούσαν ωφέλιμη μετά την παρέμβαση την διαδικασία εκμάθησης διαχείρισης του στρες σε σύγκριση με το κατά πόσο θεωρούσαν την διαδικασία ωφέλιμη πριν ξεκινήσουν την εκμάθηση.

Επίσης, οι συμμετέχοντες στην ομάδα εκμάθησης διαχείρισης του άγχους δήλωσαν σημαντική βελτίωση στην θετικότητα της σκέψης και των συναισθημάτων στο πέρασμα του χρόνου, δηλαδή, όταν ρωτήθηκαν 6 μήνες και 12 μήνες μετά το τέλος της παρέμβασης. Ακόμα, είναι σημαντικό να ειπωθεί οτι η εύρεση οφέλους (όπως αξιολόγησαν οι ίδιοι οι ασθενείς την παρέμβαση εκμάθησης διαχείρισης στρες) δεν αυξήθηκε σημαντικά αμέσως έπειτα από την παρέμβαση, αλλά βρέθηκε να είναι σημαντικά αυξημένη στους δύο επανελέγχους, 6 μήνες και 12 μήνες μετά το τέλος της παρέμβασης. Τέλος, οι ασθενείς στην ομάδα παρέμβασης δήλωσαν οτι παρατήρησαν σημαντικά βελτιωμένες δεξιότητες χαλάρωσης, καθώς και σημαντική βελτίωση σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, που δεν έλαβε την παρέμβαση εκμάθησης διαχείρισης του άγχους.

Η ανάλυση υπέδειξε επίσης ότι η ικανότητα εφαρμογής των τεχνικών χαλάρωσης που έμαθαν οι ασθενείς, ικανότητα όπως οι ίδιοι οι ασθενείς την έκριναν, είχε σημαντικό ρόλο στην θετικότητα των σκέψεών τους και των συναισθημάτων τους.

Ένα άλλο παράδειγμα έρευνας – παρέμβασης είναι των Groarke, Curtis & Kerin (2012), οι οποίοι διεξήγαγαν μια τυχαιοποιημένη μελέτη ελέγχου γνωσιακής συμπεριφοριστικής διαχείρισης του στρες σε 355 γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε εγχείρηση για καρκίνο του μαστού. Η παρέμβαση περιλάμβανε 5 εβδομαδιαίες συνεδρίες 3 ωρών με αναδόμηση δυσλειτουργικών γνωσιών (διερεύνηση και αναδόμηση δυσλειτουργικών σκέψεων), τρόπους ενεργούς αντιμετώπισης του άγχους και των προβλημάτων της ασθένειας, εκπαίδευση σε τρόπους χαλάρωσης και καθοδηγούμενη νοερή απεικόνιση.

Έπειτα από την παρέμβαση, η ανάλυση έδειξε ότι οι συμμετέχοντες στην ομάδα παρέμβασης, που δήλωσαν υψηλό στρες στις αρχικές μετρήσεις, ελάττωσαν σε σημαντικό επίπεδο το στρες και το άγχος τους έπειτα από την παρέμβαση εκμάθησης διαχείρισης του στρες (Groarke, Curtis & Kerin, 2012). Παρ’ όλα αυτά, στον επανέλεγχο που πραγματοποιήθηκε έπειτα από 12 μήνες, οι διαφορές αυτές είχαν ελαχιστοποιηθεί. Η ελάχιστοποίηση αυτή της ωφέλειας που έκριναν οι ασθενείς, εκ νέου, 12 μήνες μετά την διακοπή της παρέμβασης, δείχνει πόσο σημαντική είναι τέτοιες παρεμβάσεις να αποκτήσουν μόνιμο χαρακτήρα και να είναι διαθέσιμες στις κρατικές δομές υγείας.

Επίσης, συγκριτικά με τις αρχικές προ-παρέμβασης βαθμολογίες, η μελέτη δεν ανέφερε κάποια σημαντική διαφορά αναφορικά με το στρες που σχετίζεται με τον καρκίνο έπειτα από την παρέμβαση, ούτε κάποια σημαντική διαφορά στο σχετικό με τον καρκίνο στρες μεταξύ της ομάδας των ασθενών που έλαβε την παρέμβαση και της ομάδας ελέγχου που δεν την έλαβε.

Αυτές οι μη στατιστικώς σημαντικές διαφορές ίσως υποδεικνύουν ότι το στρες των ασθενών που σχετίζεται συγκεκριμένα με τον καρκίνο χρειάζεται ακόμα πιο εξειδικευμένες παρεμβάσεις εκμάθησης αντιμετώπισής του, πιθανώς εμπλουτισμένες με στατιστικά στοιχεία ίασης ανά τον πληθυσμό, με ενεργή συμβουλευτική συμμετοχή πρώην ασθενών, υποστηρικτικές ομάδες διαλόγου, και επίσης με την συμμετοχή δια-επιστημονικών ομάδων συμπεριλαμβανομένων των ιατρών και νοσηλευτών που έρχονται σε επαφή με τους ασθενείς.

Οι Antoni et al. (2001) υλοποίησαν μια τυχαιοποιημένη μελέτη ελέγχου γνωσιακής συμπεριφοριστικής διαχείρισης του στρες διάρκειας δέκα εβδομάδων, στην οποία συμμετείχαν 100 γυναίκες με καρκίνο του μαστού σε στάδιο 0, Ι και ΙΙ (έπειτα από ογκεκτομή ή μαστεκτομή). Η μελέτη αυτή είχε στόχο την εξερεύνηση των στρατηγικών αντιμετώπισης δυσκολιών που αφορούσαν τόσο στην αγωγή, όσο και στον καθημερινό βίο, καθώς και την διερεύνηση των τρόπων χαλάρωσης, αυτό-διερεύνησης – αυτόαξιολόγησης των σκέψεων και της αυτοπεποίθησης των ασθενών, την επικοινωνία και την βελτίωση στην αναζήτηση λύσεων και στην αναζήτηση υποστήριξης στις κοινωνικές σχέσεις και διασυνδέσεις.

Παρομοίως με το προηγούμενο παράδειγμα έρευνας, η συγκεκριμένη μελέτη βρήκε ότι οι συμμετέχοντες στην ομάδα παρέμβασης, οι οποίοι ήταν εξαρχής αρκετά αισιόδοξοι, σημείωσαν παρά την αρχική τους αισιοδοξία περαιτέρω σημαντική βελτίωση του αισθήματος της αισιοδοξίας έπειτα από την παρέμβαση. Ωστόσο, όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα έρευνας, η μελέτη δεν ανέφερε κάποια σημαντική διαφορά μεταξύ της ομάδας των ασθενών που έλαβε την παρέμβαση και την ομάδα ελέγχου που δεν συμμετείχε στην παρέμβαση αναφορικά με την αγωνία που σχετίζεται με τον καρκίνο. Όμως, σημειώθηκε μια σημαντική μείωση στις παρεισφρύουσες αρνητικές σκέψεις σχετικά με τον καρκίνο, καθώς και σημαντική μείωση των σκέψεων αποφυγής των (π.χ. “προσπάθησα να μην το σκέφτομαι” και “απέφυγα οτιδήποτε μπορούσε να μου το θυμίζει” (Antoni, et al., 2001, σελ.23).

Περαιτέρω, οι θετικές αυτές επιδράσεις στο αίσθημα της αισιοδοξίας δεν διατηρήθηκαν στις μετέπειτα μετρήσεις, στους 3 μήνες και 9 μήνες. Η φθίνουσα αυτή ωφέλεια της παρέμβασης, με την πάροδο του χρόνου, δείχνει για άλλη μία φορά την ανάγκη να υπάρχουν τέτοιες παρεμβάσεις σε μόνιμη βάση. Τέλος, την αναγκαιότητα αυτή υποδεικνύει και το γεγονός ότι η βαθμολογία ωφελιμότητας που έδωσαν οι ασθενείς για τις τεχνικές διαχείρισης τους στρες βρέθηκε στατιστικώς σημαντικά ελαττωμένη, όταν τους ζητήθηκε να την επαναξιολογήσουν 3 μήνες και 9 μήνες μετά το τέλος της παρέμβασης (Antoni, et al., 2001).

Επιδράσεις παρεμβάσεων εκμάθησης διαχείρισης του στρες στην άμυνα των κυττάρων

Ο έλεγχος του στρες και του άγχους μας είναι πολύ σημαντικός καθώς παίζει ρόλο ακόμα και στην άμυνα του ανοσοποιητικού μας. Ένας μεγάλος αριθμός ερευνών, που έχουν ως βάση τα βιοψυχοκοινωνικά μοντέλα άγχους, επισημαίνουν ότι η υποκειμενική ανταπόκριση των ασθενών σε στρεσογόνους παράγοντες σχετίζεται με την λειτουργία των λευκών μας αιμοσφαιρίων (Antoni et al., 2012). Συγκεκριμένα, υπάρχουν έρευνες τα αποτελέσματα των οποίων υποδεικνύουν ότι η άμυνα του οργανισμού και ο πόνος επηρεάζονται από την αλληλοσυσχέτιση των βιοψυχοκοινωνικών παραγόντων, δηλαδή παραγόντων όπως είναι η διαχείριση της αγωνίας, η ψυχοκοινωνική προσαρμογή, η κοινωνική υποστήριξη, η βελτίωση των συμπεριφορών υγείας και η τήρηση της θεραπείας (Andersen et al., 2004, Keefe & France, 1999).

Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα έρευνας που δείχνει την έμμεση επίδραση του τρόπου σκέψης μας και του στρες στην άμυνα του οργανισμού μας είναι μια τυχαιοποιημένη μελέτη ελέγχου - επίσης με θέμα την γνωσιακή συμπεριφορική διαχείριση του στρες - η οποία είχε στόχο την γνωσιακή αναδόμηση (διερεύνηση και μεταβολή δυσλειτουργικών σκέψεων) με σκοπό την πιο αποτελεσματική διαχείριση του στρες.

Η έρευνα αυτή βρήκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ στρες και αυξημένης έκφρασης των λευκών αιμοσφαιρίων σε προφλεγμονώδη γονίδια, καθώς και σημαντική ελάττωση των προφλεγμονωδών γονιδίων και των γονιδίων που σχετίζονται με την μετάσταση Antoni et al., 2012).

Παρομοίως, μια παλαιότερη αλλά επίσης τυχαιοποιημένη μελέτη ελέγχου με θέμα την γνωσιακή συμπεριφορική διαχείριση του στρες διαπίστωσε ότι μόνο το γκρουπ των ασθενών που έλαβε την παρέμβαση εκμάθησης διαχείρισης του στρες βαθμολόγησε υψηλότερα την ωφελιμότητα μίας τέτοιας εκπαίδευσης στην διαχείριση τους στρες. Επίσης, στους ασθενείς που συμμετείχαν στην εκμάθηση διαχείρισης του στρες βρέθηκε αύξηση του πολλαπλασιασμού των λεμφοκυττάρων σε δεύτερο χρόνο, δηλαδή βελτίωση της άμυνας των κυττάρων μετά την παρέμβαση (Mc Gregor et al., 2004).

Επιδράσεις παρεμβάσεων εκμάθησης διαχείρισης του στρες επί των συμπτωμάτων της ασθένειας

Για το τέλος αυτού του άρθρου θα θέλαμε να αναφερθούμε σε ένα ακόμα διαφορετικό πεδίο ερευνών για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού τα αποτελέσματα των οποίων συνδέονται με την Θεωρία της Αυτορρύθμισης (Self-Regulation Theory [SRT], Mc Andrews et al., 2008). Σύμφωνα με την θεωρία της αυτορρύθμισης, οι ερμηνείες των ανθρώπων σχετικά με μία ασθένεια και το γήρας, που όλοι οι άνθρωποι βιώνουμε, διαμορφώνονται βάσει παρελθοντικών και παροντικών βιωμάτων ασθένειας, κοινωνικών επιρροών ή και συμβουλών που λαμβάνονται από επαγγελματίες.

Με βάση τις νοητικές αναπαραστάσεις σχετικά με την ασθένεια και τα συμπτώματα, οι άνθρωποι σχεδιάζουμε τις αντιδράσεις αντιμετώπισης τους, οι οποίες είναι συχνά προκατειλημμένες και διαιωνίζουν ακατάλληλες περαιτέρω γνωσιακές και συμπεριφορικές αντιδράσεις, σε ένα φάυλο κύκλο, ενώ οδηγούν επίσης σε σωματική απορρύθμιση (Leventhal, Meyer & Nerenz, 1980).

Σύμφωνα με την θεωρία της αυτορρύθμισης, οι διαμορφωμένες προσδοκίες των ασθενών σχετικά με την θεραπεία είναι άκρως σημαντικές τόσο για τους τρόπους αντιμετώπισης του στρες, όσο και για τους τρόπους αντιμετώπισης του πόνου (Leventhal, Meyer & Nerenz, 1980), ενώ ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι προσδοκίες για την θεραπεία παίζουν σημαντικό ρόλο στο ζήτημα του πόνου (Atlas & Wager, 2012) και της ψυχολογικής ευεξίας (Sullivan, Rodgers & Kirsch, 2001). Στο σημείο αυτό των προσδοκιών έγκειται εν πολλοίς και το βασικό δομικό στοιχείο της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας που είναι ότι βοηθάει τους ασθενείς να εκτιμήσουν με ψυχολογικούς όρους το ίδιο τους το στρες και τα μοτίβα αντίδρασης στον πόνο (Okifuji & Turk, 2015).

Μία χαρακτηριστική έρευνα στο πεδίο αυτό των ερευνών, είναι των Balabanovic, Ayers & Hunter (2012), οι οποίοι πραγματοποίησαν μια ποιοτική ανάλυση περιπτώσεων δώδεκα γυναικών με καρκίνο του μαστού και συμπτώματα εμμηνόπαυσης (ποιοτικές μελέτες: είναι οι μελέτες που συλλέγουν περιγραφικές πληροφορίες που στοχεύουν στην εις βάθος διερεύνηση ενός προβλήματος), οι οποίες παράλληλα συμμετείχαν σε τυχαιοποιημένη μελέτη ελέγχου με θέμα μία ακόμα παρέμβαση γνωσιακής συμπεριφορικής διαχείρισης του στρες (ποσοτική μελέτη: οι ποσοτικές μελέτες συλλέγουν συγκεκριμένες πληροφορίες που αναλύονται στατιστικώς).

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο της τυχαιοποιημένης μελέτης ελέγχου, η παρέμβαση περιλάμβανε γνωσιακή αναδόμηση (διερεύνηση και αναδιαμόρφωση δυσλειτουργικών σκέψεων), δεξιότητες αντιμετώπισης, διαχείρισης του στρες και τεχνικές χαλάρωσης (Mann, Smith, Hellier & Hunter, 2011). Κατά την διάρκεια της ποιοτικής έρευνας πολλές γυναίκες περιέγραψαν τις μεταβολές στην αντίληψη τους σε σχέση με τα συμπτώματα, καθώς και το συναίσθημα τους σε σχέση με τα συμπτώματα, μετά την παρέμβαση στην οποία συμμετείχαν.

Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας έδειξαν οτι στην πλειοψηφία τους οι ασθενείς εξήγησαν ότι έπειτα από την παρέμβαση έδειχναν λιγότερη προσοχή στα συμπτώματα, ή ότι αισθανόντουσαν να επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από αυτά.

Επίσης, είναι σημαντικό ότι οι γυναίκες στο σύνολο τους δήλωσαν ότι οι πληροφορίες σχετικά με την φυσιολογία των συμπτωμάτων και το στρες τις είχε βοηθήσει να αποδεχθούν και να ελέγξουν τόσο τα συμπτώματα και τις συνέπειες τους, όσο και αρνητικά συναισθήματα όπως η αγωνία ή ο θυμός.

Ωστόσο, ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι οι ασθενείς περιέγραψαν τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποίησαν τις γνώσεις που απέκτησαν από την παρέμβαση προκειμένου να διαχειριστούν τους καθημερινούς στρεσογόνους παράγοντες, να κατορθώσουν να πραγματοποιήσουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους, και να μάθουν να προσαρμόζουν τις γνώσεις αυτές στις προσωπικές τους ανάγκες και τους προσωπικούς τους στόχους. Οι γυναίκες στο σύνολο τους μίλησαν συγκεκριμένα για το πως αισθάνονταν ότι η παρέμβαση είχε συμβάλλει στις αλλαγές αυτές, ενώ ορισμένες από αυτές δήλωσαν ότι είχαν διαπιστώσει προσωπική εξέλιξη (Balabanovic, Ayers & Hunter, 2012).

Επιστροφη στην αρχη της σελιδας


Βιβλιογραφία


Αrmstrong, D. (1987).Theoretical tensions in biopsychosocial medicine. Social Science & Medicine, 25(1), 1213-1218. doi: 10.1016/0277-9536(87)90368-6

Atkinson, J. M., Coia, D. A., Gilmour, W.H., & Harper, J. P. (1996). The impact of education groups for people with schizophrenia on social functioning and quality of life. British Journal of Psychiatry, 168(2), 199-204. doi: 10.1192/bjp.168.2.199

Brannon, L. & Feist, J. (2010). Health Psychology. An introduction to behavior and health. US:  Wadsworth Cengage Learning.

Birchwood, M., Mason, R., Macmillan, F., & Healey, J. (1993). Depression, demoralization and control over psychotic illness: a comparison of depressed and non-depressed patients with a chronic psychosis. Psychological Medicine, 23(2), 387-395. doi: 10.1017/S0033291700028488

Browne, S., Roe, M., Lane, A., & O'Callaghan, E. (1996). A preliminary report on the effect of a psychosocial and educative rehabilitation programme on quality of life and symptomatology in schizophrenia. European Psychiatry, 11(8), 386-9. doi: 10.1016/S0924-9338(97)82574-6

French, D., Vedhara, K., Kaptein, A.A. & Weinman, J. (2007). Health psychology: introduction to second edition. (2nd Ed.). Health psychology. Malaysia: BPS Blackwell.

Giráldez, S. L., Fernández, O. V., Iglesias, P. F., Pedrero, E. F., & Paino, M. (2011). New trends In treatment for psychosis. Psychology in Spain, 15(1), 33-47. Retrieved from http://www.psychologyinspain.com/content/full/2011/15004.pdf

Gonzalez-Soria, C., Fombellida-Velasco, C.I., Fernández-Martín, L.C., Sanchez-Pernas, L.S., Al Chaal-Marcos , L., …  Valriberas-Herrero, I.  (2016). Attitude toward medication as a predictor of therapeutic adherence [Abstract]. Importance of psychoeducation on treatment. European Psychiatry, 33, S565-S566. doi: 10.1016/j.eurpsy.2016.01.2096

Herz, M.I., Lamberti, J. S., Mintz, J., Scott, R., O’Dell, S. P., McCartan, L., & Nix, G. (2000). A program for relapse prevention in schizophrenia: a controlled study. Archives of general Psychiatry, 57(3), 277-83. doi: 10.1001/archpsyc.57.3.277

Hornung, W. P., Klingberg, S., Feldmann, R., Schonauer, K., & Schulze Mönking, H. (1998). Collaboration with drug treatment by schizophrenic patients with and without psychoeducational training: results of a 1-year follow-up. Acta Psychiatrica Scandinavica, 97(3), 213-9. doi: 10.1111/j.1600-0447.1998.tb09990.x

Lincoln, T. M., Wilhelm, K., & Nestoriuc, Y. (2007). Effectiveness of psychoeducation for relapse, symptoms, knowledge, adherence and functioning in psychotic disorders: A meta-analysis. Schizophrenia Research, 96(1-3), 232-245. doi: 10.1016/j.schres.2007.07.022

Lukens,E. P., & McFarlane, W. R. (2004). Psychoeducation as Evidence-Based Practice: considerations for practice, research, and policy. Brief Treatment and Crisis Intervention, 4(3), 205-225. doi: 10.1093/brief-treatment/mhh019

Lysaker, P. H., & Buck, K. D. (2008). Is recovery from schizophrenia possible? An overview of concepts, evidence, and clinical implications. Primary Psychiatry, 15, 60-65. Retrieved from http://primarypsychiatry.com

Marks, D.F. (2002). A brief history of health psychology. The health psychology reader. UK: Sage Publications.

McGuire, Stojanovic-Radic, Strober, L., Chiaravalloti, N. D. & DeLuca, J. (2015). Development and effectiveness of a psychoeducational wellness Program for people with multiple sclerosis description and outcomes. International Journl of MS Care, 17, 1–8. doi: 10.7224/1537-2073.2013-045

Mustafa, M., Carson-Stevens, A., Gillespie, D. & Edwards, A. G. K. (2013). Psychological interventions for women with metastatic breast cancer. Cochrane Database of Systematic Reviews, 6, CD004253. doi: 10.1002/14651858.CD004253.pub4.

Roberts, G., & Wolfson, P. (2004). The rediscovery: open to all. Advances in Psychiatric Treatment, 10, 37-48. doi: 10.1192/apt.10.1.37 

Schwartz, G.E. (1982). Testing the Biopsychosocial Model: The Ultimate Challenge Facing Behavioral Medicine?Journal of Consulting and Clinical Psychology,50 (6), 1040-1053. Retrieved from ovidsp.tx.ovid.com

Xia, J., Merinder L. B., & Belgamwar, M. R. (2011). Psychoeducation for schizophrenia. Cochrane Database of Systematic Reviews, 6, CD002831. doi: 10.1002/14651858.CD002831.pub2.

Για την Psychoeducation.gr, Αποστολία Αληζιώτη, B.Sc. (Psychol), M.Sc. (Psychol), M.B.A., GBC μέλος της British Psychological Society.